- οικειοποιώ
- οἰκειοποιῶ, -έω (Α)βλ. οικειοποιούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
οικειοποιούμαι — (Α οἰκειοποιοῡμαι, έομαι) παίρνω κάτι που ανήκει σε άλλον και τό κάνω δικό μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι αρχ. 1. υιοθετώ 2. (το ενεργ.) οἰκειοποιῶ, έω καθιστώ κάτι οικείο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + ποιῶ / ποιοῦμαι (< ποιός*)] … Dictionary of Greek